εξαγνιστήριος

εξαγνιστήριος
-α, -ο
αυτός με τον οποίο γίνεται ο εξαγνισμός, εξιλαστήριος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξαγνίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Άστυ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εξαγνιστήριος — α, ο που εξαγνίζει, που χρησιμεύει ή που είναι κατάλληλος για εξαγνισμό (βλ. λ.), εξαγνιστικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -τήριος — ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής η οποία απαντούσε αρχικά σε επίθετα που παράγονταν από αρσ. σε τήρ* (πρβλ. ἀμυντήριος: ἀμυντήρ, για τον σχηματισμό βλ. και λ. ιος) γρήγορα, όμως, εξελίχθηκε σε ανεξάρτητη κατάληξη… …   Dictionary of Greek

  • εξαγνιστικός — ή, ό εξαγνιστήριος («εξαγνιστικές τελετές»). [ΕΤΥΜΟΛ. < εξαγνίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1867 στον Δ. Αλεξανδρίδη] …   Dictionary of Greek

  • εξαγνιστικός — ή, ό επίρρ. ά εξαγνιστήριος (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”